Εορτολόγιο

Translate

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Οδυσσέας Ελύτης, Λακωνικόν



Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέ-
        στρεψε στον ήλιο.

Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του
        αιθέρος

Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι.
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο
Χειμώνα ελάχιστε
 Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει
        πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.


Ανήκει στη συλλογή Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό (1960),  την οποία ο ποιητής δούλευε επί χρόνια παράλληλα με το Άξιον Εστί. Είναι, επομένως, εμπνευσμένη από τα ίδια γεγονότα (του πολέμου, της Αντίστασης και του εμφυλίου), ωστόσο δεν έχει τον ίδιο δοξαστικό και πολυφωνικό χαρακτήρα με το Άξιον Εστί, αλλά χαμηλόφωνο, εξομολογητικό και ερμητικό χαρακτήρα. Προχωρεί σε πιο ενδογενή πεδία, στην προσωπική μοίρα του ποιητή. Εξερευνά την αγνή και αθώα φύση του ανθρώπου, προτού διεισδύσει στον πυρήνα της η σήψη και η ενοχή. Ο ποιητής σκάπτει ένδον, διενεργεί μια «αυτοψία» των συναισθημάτων του, αναζητεί τον εαυτό του, νιώθει τη «μαχαιριά» του ουρανού ή του κόσμου σαν «τύψη»  μέσα του και σηκώνει μόνος του, αν και αθώος, το προπατορικό αμάρτημα. Έτσι, κάθε ποίημα της συλλογής θίγει ένα κοσμογονικό πρόβλημα, μια ατέλεια του κόσμου, ενώ παράλληλα ο θάνατος έχει σταθερή παρουσία είτε ως το τέλος μιας κοσμογονικής πορείας είτε ως η αφετηρία ενός νέου κόσμου, στον οποίο ο Θεός αποκαθιστά τις ατέλειες συνειδητοποιώντας ότι έσφαλε.
Το «Λακωνικόν» είναι το πιο λιτό, πυκνό και ελλειπτικό ποίημα της συλλογής, αλλά και ταυτόχρονα και ένα από τα λυρικότερα. Κύριος θεματικός πυρήνας του είναι η ποιητική αυτογνωσία η οποία συντελείται όχι μέσα από την έκλαμψη του ήλιου αλλά του θανάτου. Ο ποιητής πυρπολείται από τον «καημό», την οδύνη του θανάτου και αντιδρώντας συναισθηματικά επιστρέφει τη λάμψη του στον ήλιο, δηλαδή αρνείται το θάνατο, διαλέγει το φως και επομένως τη ζωή. Συνειδητοποιεί τον εαυτό του ως αρμονική συνέχεια των δύο διαμετρικά αντίθετων άκρων του κόσμου, «της πέτρας και του αιθέρος», αποτελεί τμήμα της φύσης με σύνθεση υλική («πέτρα»:σώμα) και άυλη («αιθέρας»:πνεύμα). Η αυτογνωσία του ολοκληρώνεται με τη συνείδηση ότι είναι αυτός τον οποίο αναζητούσε: «Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι», φύση εφήμερη, φθαρτή, αλλά και πνεύμα ανήσυχο. Η διαπίστωση αυτή τον οδηγεί σε μια λυρική επίκληση τριών εποχών, του «λινού καλοκαιριού», του «συνετού φθινόπωρου» και του «ελάχιστου χειμώνα». Ταυτίζει το «είναι» του με τον κύκλο των εποχών, ίσως με τις εποχές της πατρίδας του της Λέσβου, στην οποία συχνά δεν υπάρχει άνοιξη. Σχετικά με την επιλογή των επιθέτων που προσδιορίζουν τις τρεις εποχές γράφει ο Δ.Ν. Μαρωνίτης: «Αν η διάταξη των εποχών (καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας) ορίζει τις ουσιαστικές αναλογίες του εσωτερικού λυρισμού του Ελύτη, η επιλογή και η κατανομή των επιθέτων παραπέμπουν στις ποιοτικές του αναλογίες. Το επίθετο «λινό» καθιστά το προτασσόμενο καλοκαίρι υλική εικόνα. ο χαρακτήρας του «συνετού» επιφυλάσσει στο μέσο φθινόπωρο αξίες ανθρώπινης συμπεριφοράς, ενώ ο τελικός χειμώνας προσλαμβάνεται και αποκρούεται μόνο με τη λογική της αριθμητικής («ελάχιστε»)».
Αυτός φαίνεται να είναι και ο πυρήνας της αυτοσυνείδησης του ποιητή: συλλαμβάνει την πορεία της ποίησής του να συμβαδίζει με τον κύκλο των εποχών: το ερωτικό καλοκαίρι είναι η κορύφωση, το φθινόπωρο είναι η μετρημένη περισυλλογή και το χειμώνα η υποτυπώδης ποιητική καταβύθιση. Αλλά και η ζωή του συμπορεύεται με τον κύκλο της φύσης («καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς»). Έτσι, η ποιητική και προσωπική του αυτογνωσία επιτυγχάνεται με καθαρούς όρους της φύσης: πέτρα, αιθέρας, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας, ελιά.
Ακόμα και στον παραλογισμό της ιστορικής συγκυρίας («Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων») και η ελάχιστη ποιητική φωνή του («μ’ ένα μικρό τριζόνι») νομιμοποιεί το «Ανέλπιστο», ευαγγελίζεται τη σωτηρία. Ο συσχετισμός της «νύχτας των αφρόνων» με το θάνατο ίσως μπορεί να ερμηνεύσει την πυρπόληση του ποιητή από τον καημό του θανάτου (στ.1) και τη συνακόλουθη ενδοσκόπηση. Η νύχτα του παραλογισμού είναι το Ανέλπιστο που βοήθησε τον ποιητή να συνειδητοποιήσει τη φθαρτή του φύση, αυτήν που συμπορεύεται με τις εποχές, μαραίνεται και πεθαίνει. Το μόνο αθάνατο και νόμιμο είναι το ταπεινό του τραγούδι (σαν μικρού τριζονιού), αν και ανέλπιστο κι αυτό.

Σάββατο 11 Μαΐου 2013

ΜΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Α΄ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ «ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ»


 ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:



1.    Γιάννης Ρίτσος, Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού (απόσπασμα)

Χτες βράδυ δεν κοιμήθηκαν καθόλου τα παιδιά. Είχανε κλείσει ένα

σωρό τζιτζίκια στο κουτί των μολυβιών, και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν

κάτου απ’ το προσκεφάλι τους ένα τραγούδι που το ξέραν τα παιδιά από

πάντα και το ξεχνούσαν με τον ήλιο.

Χρυσά βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέπουν

στα νερά τη σκιά τους, κι ήτανε σα αγάλματα μικρά της ερημιάς και της

γαλήνης.

Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι.

Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.

Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη

τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.

Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου

πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα.

Μα, ευτυχώς, οι μεγάλοι δεν ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν.

Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.

Γι’ αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες

τσέπες, μην τα μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά

με το φεγγάρι




2.    Μίλτος Σαχτούρης, Η Αγρύπνια

Όλοι κοιμούνται
κι εγώ ξαγρυπνώ
περνώ σε χρυσή κλωστή
ασημένια φεγγάρια
και περιμένω να ξημερώσει
για να γεννηθεί
ένας νέος άνθρωπος
μεσ᾿ στην καρδιά μου
την παγωμένη
από άγρια φαντάσματα
και τόση μαύρη πίκρα.

(ΑΝΑΠΟΔΑ ΓΥΡΙΣΑΝ ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ , 1998)

 


3. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, Εν πόλει της Οσροηνής [1]

Απ' της ταβέρνας τον καυγά μας φέραν πληγωμένο
τον φίλον Ρέμωνα χθες περί τα μεσάνυχτα.
Απ' τα παράθυρα που αφίσαμεν ολάνοιχτα,
τ' ωραίο του σώμα στο κρεββάτι φώτιζε η σελήνη.
Είμεθα ένα κράμα εδώ· Σύροι, Γραικοί, Αρμένιοι, Μήδοι.
Τέτοιος κι ο Ρέμων είναι. Όμως χθες σαν φώτιζε
το ερωτικό του πρόσωπο η σελήνη,
ο νους μας πήγε στον πλατωνικό Χαρμίδη.
                          (1917)



Γρυπάρης  Ιωάννης, Δικό μου φως

Μεσουρανίς η ολόφεγγη η Σελήνη
λαμποκοπά κι αστράφτει πέρα ως πέρα
το φως της μες στον έρημον αιθέρα
της νύχτας όλα τ’ άλλα φώτα σβύνει.

Μα εκεί βαθιά που ροδοφέγγει η μέρα
όταν μικρή ζωή στη νύχτα μείνῃ,
έν' άστρο λίγο μα δικό του χύνει
φως τρέμιο από την άγνωστή του σφαίρα.

Κ' είπα: τέτοιο καλό μακριά από μένα,
αφού κοντά σε μεγαλεία ξένα
ό,τι σιμώνει το δικό του χάνει,

Καλύτερα μακριά και μοναχός μου!
σε μια άγνωστη κρυφή γωνιά του κόσμου
λίγο μα και δικό μου φως με φτάνει.






ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Προσπαθήστε:

1. α. Να κατατάξετε σε μια σειρά τα ποιήματα που σας δόθηκαν (λ.χ. από το πιο παραδοσιακό ως το πιο μοντέρνο) (20 μονάδες)


1.β. Να δώσετε 2-3 από τα βασικά χαρακτηριστικά του ποιητικού ρεύματος που σας βοήθησαν να τα κατατάξετε.(30 μονάδες)


2. α. Να εντοπίσετε στο ποίημα του Καβάφη χαρακτηριστικές λέξεις ή φράσεις που δίνουν "ποιητικότητα" στο κατά τα άλλα "αφηγηματικό" ποίημα. αιτιολογήστε σύντομα την άποψή σας. (25 μονάδες)

2. β. Όπως είδατε, η σελήνη είναι ένα κοινό σύμβολο σε όλα τα ποιήματα.  Δείτε τη λειτουργία αυτού του συμβόλου σε κάθε ποίημα και παρουσιάστε την σε 2-3 σειρές. (25 μονάδες)



[1] Ο Ρέμων είναι φανταστικό πρόσωπο. Η Οσροηνή ήταν βασίλειο στη Μεσοποταμία. Ο Χαρμίδης ήταν ο θείος του Πλάτωνα και δολοφονήθηκε πάνω σε πολιτική διαφωνία. Ο ανιψιός του τον έκανε αθάνατο σ' ένα διάλογο που φέρει το όνομά του, όπου ο Σωκράτης, εμπνευσμένος από την τελειότητα του σώματος του νεαρού Χαρμίδη, αναζητεί τον ορισμό της σοφίας ως γνώση του καλού και του κακού...

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

Κική Δημουλά, Αγγελίες

Διατίθεται ἀπόγνωσις
εἰς ἀρίστην κατάστασιν,
καὶ εὐρύχωρον ἀδιέξοδον.
Σὲ τιμὲς εὐκαιρίας.
Ἀνεκμετάλλευτον καὶ εὔκαρπον
ἔδαφος πωλεῖται
ἐλλείψει τύχης καὶ διαθέσεως.
Καὶ χρόνος
ἀμεταχείριστος ἐντελῶς.
Πληροφορίαι: Ἀδιέξοδον
Ὥρα: Πᾶσα.