Εορτολόγιο

Translate

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2023

Η Μικρασιατική Καταστροφή στην ελληνική λογοτεχνία

 

«Είμαστε ένας τόπος που η μοίρα του είναι να πληρώνει την κίνηση της ιστορίας με πόνο και αίμα. Απ’ τους παλαιούς μας χρόνους έρχονται οι ενθυμήσεις, τα παραμύθια και τα δάκρυα. Οι μητέρες μας, για ν’ αποκοιμίσουν τα παιδιά τους, δεν έχουν να τους λένε χαρούμενα παραμύθια για πουλιά και για δάση. Τους λένε για αραπάδες, και για κουρσάρους, για σφαγές και για πείνα. Τα τραγούδια μας έχουν τον αυστηρό ρυθμό της πικρής μας μοίρας, και τα πουλιά και τα δέντρα μιλάνε στα τραγούδια μας για ν’ αλαφρώσουν την καρδιά μας, μα και για να μας θυμίζουν. Είμαστε ένας λαός της μνήμης» [1].

Μ’ αυτά τα λόγια ο Ηλίας Βενέζης έδωσε το στίγμα της πικρής ιστορικής μνήμης του ελληνισμού, που σημάδεψε πολλές φορές την ιστορική του πορεία και πιο πρόσφατα, 48 χρόνια πριν, τον ελληνισμό της Κύπρου. Ο ίδιος έζησε το τραγικό γεγονός της Μικρασιατικής καταστροφής (1922), που σφράγισε τη ζωή και τη λογοτεχνική παραγωγή του, όπως και ολόκληρης της γενιάς του[2], ένα γεγονός που όμοιό του μόνο με την κυπριακή τραγωδία στην αντίστοιχη κλίμακα μπορεί κανείς να παραβάλει, αφού πάνω από 1.500.000 Έλληνες πρόσφυγες ξεριζώθηκαν από τα αιματοβαμμένα χώματά τους και μετοίκησαν στα νησιά του Αιγαίου πελάγους και στην κεντρική και βόρεια χώρα, κουβαλώντας μαζί τους μόνο τον πολιτισμό των προγόνων τους θησαυρισμένο στη μνήμη τους, τους προστάτες αγίους τους και την ελπίδα της επιστροφής. Εξουθενωμένοι και εξαθλιωμένοι, με αγνοούμενους πολλούς αγαπημένους τους ή νεκρούς, βάδισαν τον δρόμο της προσφυγιάς με καρτερία και υπερηφάνεια. Πόσος χρόνος, άραγε, χρειάζεται να παρέλθει για να μετατραπεί το τραγικό βίωμα σε λογοτεχνική πράξη, για να υπάρξει η αναγκαία συναισθηματική αποστασιοποίηση και λογοτεχνική νηφαλιότητα; Ερωτήματα που απασχολούν, ωστόσο, μόνο τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας, αφού ο Ηλίας Βενέζης και οι περισσότεροι  Μικρασιάτες λογοτέχνες, όπως και όλοι οι Κύπριοι που αποτύπωσαν  λογοτεχνικά την τραγωδία της τουρκικής εισβολής, κατέγραψαν την ιστορική εμπειρία αμέσως μετά τα τραγικά γεγονότα.

Φυσικά, με το πέρασμα των χρόνων και την εγκατάσταση των ξεριζωμένων μικρασιατών προσφύγων στη μητροπολιτική Ελλάδα, εμφανίστηκαν και άλλοι λογοτέχνες που απέδωσαν ρεαλιστικά την τραυματική εμπειρία του έθνους και μέχρι σήμερα πολλά έργα, σε πεζό ή έμμετρο λόγο έχουν γραφτεί και εξακολουθούν να γράφονται από λογοτέχνες με μικρασιατικές ή μη ρίζες: μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα, αφηγήσεις, εξιστορήσεις, απομνημονεύματα, θρήνοι, ελεγείες, μοιρολόγια, λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, στίχοι, παραμύθια και θρύλοι κ.ά., που εικονογραφούν με σπαραγμό, νοσταλγία και ελπίδα την ομορφιά της Μικρασιατικής Γης, οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις, δραστηριότητες, παραδόσεις κτλ. Η πλειονότητα των λογοτεχνών επέλεξε κυρίως τη φόρμα του μυθιστορήματος, ηθογραφικού και κοινωνικού, σε μικρότερο βαθμό το διήγημα και σε ακόμα μικρότερο βαθμό την ποίηση, αντίθετα από τους Λογοτέχνες της Εισβολής που εμφανίζουν κυρίως πλούσια ποιητική παραγωγή και από την πρόζα επιλέγουν το διήγημα και πολύ λιγότερο το μυθιστόρημα.

Βεβαίως και πολλοί ιστορικοί έχουν ασχοληθεί με τη μικρασιατική περιπέτεια, στους οποίους η λογοτεχνική παραγωγή αποτέλεσε μια σημαντική ιστορική πηγή. Υπάρχουν μάλιστα έργα που μελετούν ακριβώς αυτή τη σχέση ιστορίας και μυθοπλασίας στη Μικρασιατική Καταστροφή, όπως του Thomas Doulis, Disaster and Fiction. Modern Greek Fiction and the Asia Minor Disaster (1977) και της Τόνιας Kαφετζάκη, Προσφυγιά και λογοτεχνία. Eικόνες του Mικρασιάτη πρόσφυγα στη μεσοπολεμική πεζογραφία (2003).

Είναι γεγονός ότι τα βιωματικά λογοτεχνικά έργα που αναφέρονται στη Μικρασιατική Καταστροφή είναι πλησιέστερα προς την Ιστορία και λιγότερο προς τη μυθοπλασία, ενώ, όσο προχωρούμε προς την εποχή μας και απομακρυνόμαστε από το ιστορικό γεγονός, η πλάστιγγα τείνει περισσότερο προς τη μυθοπλασία και λιγότερο προς την Ιστορία. Οι προσωπικές αφηγήσεις και τα λογοτεχνικά κείμενα που έχουν ως θέμα τους τον ξεριζωμό, όπως ακριβώς και στην κυπριακή τραγωδία, λειτουργούν ως ένα είδος ιστορικών μαρτυριών, εφόσον οι αφηγητές βίωσαν οι ίδιοι  τα γεγονότα ή υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες όσων αφηγούνται.

Μπορούμε, πάντως, να διακρίνουμε τρεις γενιές λογοτεχνών που αναμετρήθηκαν με το συνταρακτικό αυτό ιστορικό γεγονός:

Α΄ Γενιά: Οι μικρασιατικής καταγωγής λογοτέχνες της Γενιάς του ’30, οι οποίοι έζησαν τα τραγικά γεγονότα και αναμετρήθηκαν μαζί τους αμέσως μετά, επενδύοντάς τα με λυρισμό και συναισθηματική φόρτιση. Η Μικρασιατική Καταστροφή έριξε τη βαριά σκιά της, όπως έγραψε ο Λίνος Πολίτης[3], στη λογοτεχνική παραγωγή, στην οποία κυριαρχεί τόσο το θέμα του πολέμου όσο και της αιχμαλωσίας και της προσφυγιάς, στην πρόζα κυρίως και λιγότερο στην ποίηση. Γιατί, όμως, η ποιητική παραγωγή είναι ισχνότερη; Η Έρη Σταυροπούλου θεωρεί ότι «η ανάγκη να αποδοθούν οι τραγικές περιπέτειες του ελληνισμού σε μια ανεπτυγμένη αφήγηση μπορούσε να καλυφθεί μόνο με τον πεζό λόγο. Αντίθετα, ο συνοπτικός, υπαινικτικός και μεταφορικός ποιητικός λόγος, αν και συναισθηματικά ισχυρότερος, υστερεί στη λεπτομερή απεικόνιση των γεγονότων και στην αφήγηση προσωπικών ιστοριών, στη δημιουργία εικόνων ζωής, στην προβολή αυτής της τραγωδίας με καταγγελτικό τρόπο και στη διατήρηση μιας καθαρής περιγραφής των χαμένων πατρίδων στη μνήμη. Ενώ διατρέχει την ποίηση, όπως για παράδειγμα την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, με τρόπο υπαινικτικό, ως ψυχικό κλίμα της καταστροφής, του καταποντισμού των ιδανικών του έθνους αλλά και της ιδεολογικής, αισθηματικής και κοινωνικής διάλυσης που ακολούθησαν τη συμφορά του 1922, οι στίχοι δεν δίνουν με ρεαλιστική ακρίβεια το χρονικοτοπικό στίγμα της συμφοράς, αυτό δηλαδή που υπήρξε για αρκετά χρόνια το ζητούμενο» [4]. Ωστόσο, στην Κυπριακή Λογοτεχνία της Εισβολής φαίνεται ότι η ποίηση για πολλά χρόνια μετά την τραγωδία είχε δεσπόζουσα θέση, ενώ στη συνέχεια άνθισε το διήγημα και λιγότερο το μυθιστόρημα.

Σε σχέση με την ποίηση για τη Μικρασιατική  Καταστροφή, σημαντική είναι η Ανθολογία του Απόστολου και της Καίτης Μαγγανάρη, «Θρήνοι και Παινέματα για τις Χαμένες Πατρίδες», που κυκλοφόρησε το 1988, καθώς και η μελέτη της Diana Haas του 1992 «Η ποιητική απάντηση στη μικρασιατικη καταστροφή» [5] για το πώς απηχεί το τραγικό γεγονός η ποίηση τριών ποιητών, του Κωστή Παλαμά, του Κ.Π. Καβάφη και του Κώστα Καρυωτάκη. Πάντως, από τις χαμένες πατρίδες εμπνεύστηκαν και έγραψαν ποίηση πολλοί άγνωστοι λαϊκοί ποιητές αλλά και επώνυμοι, όπως (ενδεικτικά) ο Κωστής Παλαμάς την Ανατολή και Το τραγούδι των προσφύγων, ο Γιώργος Αθάνας Το καράβι της ελπίδας, ο Κωνσταντίνος Καβάφης το Πάρθεν,  Ιωνικόν και Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες, ο Στέλιος Σπεράντζας τη Σμύρνη, ο Ρώμος Φιλύρας τον Θρήνο των προσφύγων, ο Κώστας Καρυωτάκης το [Όταν άνθη εδένατε], ο Γιώργος Σεφέρης το ποίημα «Αργοναύτες» από το Μυθιστόρημα, Το σπίτι κοντά στη θάλασσα κ.ά., ο Δημήτρης Αρχιγένης το ποίημα Τρεις μέρες λαμπάδιασε ο βωμός της Ιωνίας, ο Φώτος Γιοφύλλης τους Νταήδες, ο Μανώλης Καλομοίρης τη Νοσταλγία, ο Κύπρος Χρυσάνθης Χθες, μα χθες, σας λέω! , ο Γιώργος Γεραλής Αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, κ.ά[6]. Θα πρέπει πάντως να σημειώσουμε πως το μέγεθος του δράματος του συλλογικού βιώματος υπερβαίνει τον ποιητικό λόγο και διοχετεύεται στην πεζογραφία.

Στην πλούσια μικρασιατική πεζογραφική παραγωγή, στην οποία θα εστιάσω εφεξής, σημαντικά έργα της πρώτης γενιάς λογοτεχνών είναι: Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929) του Στρατή Δούκα, Το Νούμερο 31328 (1931), η Γαλήνη (1939) και η Αιολική Γη (1943) του Ηλία Βενέζη, καθώς και πολλά διηγήματά του από το πρώτο του βιβλίο Ο Μανώλης Λέκας (1928), Σαν ψέμματα και σαν αλήθεια (1928) του Σωκράτη Προκοπίου, H δασκάλα με τα χρυσά μάτια (1932) και η H Παναγιά η Γοργόνα (1949) του Στράτη Mυριβήλη, οι Πρόσφυγες (1934) του Γρηγόρη Ξενόπουλου, οι Πρώτες ρίζες (1936) της Τατιάνας Σταύρου, Το Χρονικό μιας Πολιτείας (1938) του Παντελή Πρεβελάκη, η Αστροφεγγιά (1945) του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, το Συννεφιάζει (1948) του Μενέλαου Λουντέμη, Τα παιδιά της Νιόβης του Τάσου Αθανασιάδη (τρίτομο μυθιστόρημα 1948-1961, έπειτα τετράτομο 1967-68), Στου Χατζηφράγκου (1962) του Κοσμά Πολίτη, Το Αϊβαλί η πατρίδα μου του Φώτη Κόντογλου (1962), Οι νεκροί περιμένουν (1959), Μέσα στις φλόγες (1979), και Ματωμένα χώματα (1962) της Διδώς Σωτηρίου, Δεκατρία χρόνια. Από το 1909 στο 1922 (1964) του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη, Ο αφανισμός της Σμύρνης-Η θυσία του Χρυσόστομου του Χρήστου Σολομωνίδη (1972), Εδώ Σμύρνη, εδώ Σμύρνη (1985) της Ιφιγένειας Χρυσοχόου, Γη του Πόντου (1993) του Δημήτρη Ψαθά, και πολλά άλλα έργα ακόμη που κατά τον Χουρμούζιο «κυματίζουν ανάμεσα στον ρεαλισμό της περιγραφής και στη λυρική διάθεση που τις ζεσταίνει»[7], αφιερωμένα όλα στις χαμένες πατρίδες.

 

Β΄ Γενιά: Οι λογοτέχνες που δεν βίωσαν την εθνική τραγωδία ούτε είχαν καταγωγή από τη Μικρασία, αλλά έγραψαν έργα στα οποία μιλούν για την Καταστροφή, όπως είναι ο Νίκος Καζαντζάκης στα έργα Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1954) και Αδελφοφάδες (1963), η Εύα Βλάμη στα Όνειρα της Αγγέλικας (1958), η Ιουλία Ιατρίδη στα Πέτρινα λιοντάρια (1964), ο Χρήστος Σαμουηλίδης στους Καραμανίτες (1965), η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλιέξ στην Τρίπολη του Πόντου (1976) κ.ά.

 

Γ΄ Γενιά: Οι σύγχρονοι λογοτέχνες που εδώ και δεκαετίες να γράφουν για την Καταστροφή είτε επειδή έχουν μικρασιατικές ρίζες είτε όχι, επειδή η ιστορία αυτής της εποχής και το δράμα των προσφύγων τους αγγίζει ακόμα βαθιά, όπως και όλους μας. Ενδεικτικά, βιβλία για τη Μικρασιατική Καταστροφή έγραψαν οι ακόλουθοι λογοτέχνες: ο Θανάσης Βαλτινός το δίτομο Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη (1972 και 2002), ο Γιώργος Ιωάννου, «Στου Κεμάλ το σπίτι» (Η μόνη κληρονομιά, 1974), ο Γιώργος Κατραμόπουλος, Πώς να σε ξεχάσω, Σμύρνη αγαπημένη (1994), ο Νίκος Θέμελης την τριλογία Η αναζήτηση (1998), Η αναλαμπή (2003) και Οι αλήθειες των άλλων (2008), ο Ζήσης Σκάρος, τις Ρίζες του ποταμού (1999), η Κατερίνα Ζαρόκωστα, Ένα κομματάκι ουρανός (2004) και Οι αδελφές Ραζή (2017), ο Κώστας Ακρίβος τη νουβέλα Καιρός για θαύματα (2005), ο Γιάννης Καψής τα βιβλία Χαμένες πατρίδες (1960), H μαύρη βίβλος (μια συγκλονιστική συλλογή των καταθέσεων των θυμάτων της Καταστροφής) και τα μυθιστορήματα Όταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη (2008) και Τα σμυρνέικα τραγούδια (2009), η Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου, Ο καφές της Φιλαρέτης, Μικρασιατικά, Αλεξανδρινά και Κυπριακά διηγήματα (2010), ο Ευάγγελος Μαυρουδής την τριλογία Επιστροφή στη Σμύρνη ( «1. Η θάλασσά μας», «2. Ittihat ve Terraki (Ένωση και Πρόοδος)», «3. Φως εξ ανατολών» (2010), ο Θάνος Κονδύλης το ρομαντικό μυθιστόρημα Η αρχόντισσα της Σμύρνης (2010), ο Γιώργος Μιχαηλίδης την τριλογία Άγιοι έρωτες («Τα μεγάλα χρόνια» 2011, «Τα χρόνια της οργής» 2013 και «Τα χρόνια της κραυγής και της σιωπής» 2018), η Σωτηρία Μαραγκοζάκη, Ο ύπατος της Σμύρνης (2012), ο Γιάννης Λασκαράκης, Κυνηγημένοι από την Ιστορία (2020) και πολλά άλλα που είναι αδύνατο να συμπεριλάβω σ’ αυτή τη σύντομη περιήγηση. Μια σημαντική ανθολόγηση από πολλά από τα παραπάνω κείμενα περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη Σμύρνη, περίκαλλη και χιλιοτραγουδισμένη[8]. Να σημειώσω επίσης ότι και η εφηβική λογοτεχνία έχει αναδείξει αξιόλογα βιβλία με θέμα τη Μικρασία, όπως Το αγόρι στο θεωρείο της Αγγελικής Δαρλάση (2017), Η μαϊμού του βασιλιά του Φίλιππου Μανδηλαρά (2021), το γκραφικ νόβελ 1922: Το τέλος ενός ονείρου του Θανάσης Πέτρου (2021), Τζιέρι μου, 1922 (2022) της Φωτεινής Στεφανίδου, Το πέρασμα της Φωτεινής Στεφανίδου (2022), Το γαλάζιο που μας ενώνει της Φωτεινής Στεφανίδου (2022) κ.ά[9].

Παρατηρούμε πως οι τρεις παραπάνω γενιές λογοτεχνών εμφανίζουν πολλά κοινά στοιχεία με τις τρεις γενιές λογοτεχνών που απεικόνισαν την τραγωδία της Κύπρου του 1974, δηλαδή τη Γενιά της Ανεξαρτησίας, της Εισβολής και του 1990 ή της Κατοχής, όπως ονομάστηκε. Αν συγκρίνουμε μάλιστα τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνεται η κυπριακή τραγωδία στη Λογοτεχνία της Εισβολής θα δούμε θεματικά παράλληλες τάσεις με την απεικόνιση της Μικρασιατικής Καταστροφής στη ελληνική λογοτεχνία[10]. Ποσοτικά, όμως, ενώ τα έργα που αναφέρονται στη Μικρασιατική Καταστροφή πληθαίνουν με την πάροδο των χρόνων, τα έργα που αναφέρονται στην κυπριακή εισβολή φθίνουν προ­ο­δευ­τι­κά, όπως παρατηρεί ο Παντελής Βουτουρής[11] με βάση τις δύο ανθολογίες που πρόσφατα εκδόθηκαν, τα Δι­η­γή­μα­τα της Ει­σβο­λής[12] και την Αν­θο­λο­γία κυ­πρια­κής ποί­η­σης 1960-2018 [13], αλλά και με βάση την πρό­σφα­τη Ιστο­ρία της νε­ό­τε­ρης κυ­πρια­κής λο­γο­τε­χνί­ας των Γ. Κε­χα­γιό­γλου και Λ. Πα­πα­λε­ο­ντί­ου[14]. Βέβαια, στην κυπριακή λογοτεχνία, κατά τον Παντελή Βουτουρή, «όσο απο­μα­κρυ­νό­μα­στε χρο­νο­λο­γι­κά από το 1974 το τραύ­μα εσω­τε­ρι­κεύ­ε­ται, απω­θεί­ται σε εσω­τε­ρι­κά στρώ­μα­τα, και εκ­φέ­ρε­ται με ένα λό­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο κρυ­πτι­κό, ασυ­νε­χή και θραυ­σμα­τι­κό»[15].

Συνολικά, τέσσερις είναι οι τάσεις που εμφανίζουν οι συγγραφείς της μικρασιατικής τραγωδίας:

1η τάση: Η αναπαράσταση της ευτυχισμένης ζωής στη Μικρά Ασία πριν από την Καταστροφή με τάση εξιδανίκευσης της ειρηνικής ζωής στις χαμένες πατρίδες πριν από τον τραγικό ξεριζωμό, τάση που παρατηρείται στους μικρασιάτες λογοτέχνες που βίωσαν την προσφυγιά. Είναι φυσικό η απώλεια της πατρίδας και το τραύμα του ξεριζωμού να έχουν ως αποτέλεσμα ν’ αποδοθεί μια ονειρική εικόνα για τις αλησμόνητες πατρίδες πριν από τα τραγικά γεγονότα ως η γη της επαγγελίας. Η τάση αυτή εκπροσωπείται από την Αιολική Γη του Βενέζη, όπου περιγράφεται η ειδυλλιακή ζωή στα Κιμιντένια και η ειρηνική συμβίωση των Ελλήνων με τους Τούρκους πριν από την Καταστροφή. Περιγράφονται τα όνειρα των παιδιών και ο ευδαιμονικός τρόπος ζωής κοντά στη φύση, μια ζωή που διαταράχθηκε από τον πυροβολισμό που σήμανε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένας άλλος σημαντικός συγγραφέας της ίδιας εποχής είναι ο Κοσμάς Πολίτης, που στο καλύτερό του μυθιστόρημα, Στου Χατζηφράγκου, αναπλάθει την παιδική ηλικία των ηρώων του στη Σμύρνη, τις ευτυχισμένες και ξέγνοιαστες στιγμές, αλλά και τη δραματική αλλαγή της ζωής τους κατά τη διάρκεια του πολέμου και αργότερα με τον ξεριζωμό.

2η τάση: Η περιγραφή της Καταστροφής του 1922 και του ξεριζωμού των ελληνικών πληθυσμών και η εν γένει καταγραφή της τραυματικής εμπειρίας του πολέμου, το οποίο αποτελεί κεντρικό θέμα πολλών μυθιστορημάτων που γράφονται τόσο από λογοτέχνες που βίωσαν τα γεγονότα όσο και από νεότερους λογοτέχνες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου Ματωμένα Χώματα (1962), το οποίο συγκροτείται εξ ολοκλήρου από βιωματικό υλικό και χαρακτηρίζεται από έντονα αντιπολεμικό πνεύμα. Η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από τον ήρωα Μανώλη Αξιώτη, από το Κιρκιτζέ, ο οποίος γνωρίζει με την οικογένειά του τη φρίκη του πολέμου και την προσφυγιά.

Από τα σημαντικότερα βιβλία αυτής της τάσης είναι η Ιστορία ενός αιχμαλώτου (α΄ έκδοση 1929) του Στρατή Δούκα, που αναφέρεται στην περιπέτεια ενός Έλληνα που, μετά την καταστροφή της Σμύρνης, πιάστηκε αιχμάλωτος και βίωσε την πείνα, τη δίψα, τη βία και τον φόβο μέσα σε σπηλιές, μέχρι που ξέφυγε από βέβαιο θάνατο. Την ιστορία διηγήθηκε στο Στρατή Δούκα ο πραγματικός αιχμάλωτος, ο Νικόλας Καζάκογλου (στο έργο Κοζάκογλου) και εκείνος την έγραψε με τρόπο που είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε τι πρόσφερε ο καθένας, ο πραγματικός αιχμάλωτος και ο λογοτέχνης. Στο έργο, ο ήρωας-αφηγητής εκθέτει την περιπέτειά του κατά φυσική χρονική σειρά, με την επίγνωση ότι αυτή είχε αίσιο τέλος («σαν ένα κακό που πέρασε»), στοιχείο στο οποίο αποδίδεται η λεκτική λιτότητα και η οικονομία συναισθημάτων που χαρακτηρίζει το κείμενο. Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα της σύγχρονης πεζογραφίας, για δύο κυρίως λόγους: α) Είναι ένα δείγμα αγνού προφορικού λόγου μεταπλασμένου σε λαϊκή λογοτεχνική αφήγηση με πλήθος αφηγηματικών αρετών, και β) είναι ένα έργο φιλειρηνικό και βαθιά αντιπολεμικό που έχει ως στόχο να αναδείξει την ανάγκη συναδέλφωσης των λαών. Αυτό επισημαίνεται και από τον συγγραφέα με τις δύο αφιερώσεις του, στην πρώτη έκδοση "αφιερώνεται στα κοινά μαρτύρια του ελληνικού και του τουρκικού λαού"  και στις κατοπινές "στα κοινά μαρτύρια των λαών".

Γεννημένος το 1904 στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας, ο Ηλίας Βενέζης, ήταν μόλις 18 χρονών όταν έγινε η Καταστροφή και δεν πρόλαβε να επιβιβαστεί με την οικογένειά του στο πλοίο που θα τους πήγαινε πρόσφυγες απέναντι, στη Λέσβο. Αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε με 3000 συμπατριώτες του στα Τάγματα Εργασίας, τα «αμελέ ταμπουρού», που συγκρότησαν οι  Τούρκοι από αλλοεθνείς στρατιώτες το 1914, όταν άρχισαν οι διωγμοί, και στα οποία μαρτύρησαν το 1922 χιλιάδες άνθρωποι. Δεκατέσσερις μήνες μετά, το 1923, με την ανταλλαγή πληθυσμών, ο Βενέζης απελευθερώθηκε με τους 22 άλλους που επιβίωσαν και πήγε στη Μυτιλήνη, όπου ο Στράτης Μυριβήλης τον ενθάρρυνε να καταγράψει το χρονικό της αιχμαλωσίας. Έτσι έγραψε το πρώτο βιβλίο του, το Νούμερο 31328, που δημοσιεύτηκε το 1924 στην επιφυλλίδα της εφημερίδας «Καμπάνα» την οποία διηύθυνε ο Μυριβήλης. Ο Βενέζης με το ταλέντο του  κατήγγειλε όχι μόνο τις θηριωδίες, τη φρίκη και τον παραλογισμό του πολέμου αλλά και τα έντονα ανθρώπινα πάθη που εκμηδενίζουν και ατιμάζουν την αξία του Ανθρώπου, πέρα από το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός. 

3η τάση: Η εγκατάσταση και ενσωμάτωση των προσφύγων στην Ελλάδα και οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν στον ελλαδικό χώρο. Αντιπροσωπευτικά έργα  είναι η Γαλήνη του Ηλία Βενέζη, οι Πρώτες ρίζες της Τατιάνας Σταύρου, το μυθιστόρημα του Σωκράτη Προκοπίου, Σαν ψέμματα και σαν αλήθεια, η Aστροφεγγιά του Παναγιωτόπουλου, όπου καταγγέλλεται η αδιαφορία και η ανεπαρκής βοήθεια του ελληνικού κράτους για την περίθαλψη των εξαθλιωμένων προσφύγων καθώς και οι κακές συνθήκες της ζωής στους προσφυγικούς καταυλισμούς, H δασκάλα με τα χρυσά μάτια και H Παναγιά η Γοργόνα του Μυριβήλη κ.ά. Σε αρκετά μυθιστορήματα διαγράφονται ανάγλυφα η επιφυλακτικότητα των ντόπιων απέναντι στους «ξένους», όπως στη Λεηλασία μιας ζωής (1935) του Aντώνη Tραυλαντώνη.

4η τάση: Η προβολή των σφαλμάτων που οδήγησαν στην Καταστροφή και η επιθυμία της συμφιλίωσης με την αποσόβηση των όποιων φυλετικών ή θρησκευτικών διαφορών που οδήγησαν στην τραγωδία και με ανάδειξη όσων στοιχείων ενώνουν τους ανθρώπους και όχι όσων τους χωρίζουν. Η τάση αυτή χαρακτηρίζει κυρίως τους σύγχρονους λογοτέχνες, στους οποίους στηλιτεύεται  κάθε πολεμικός παραλογισμός, ενώ η διερεύνηση του ιστορικού γεγονότος πραγματοποιείται και από τη σκοπιά του Άλλου. Χαρακτηριστικά αυτής της τάσης είναι τα μυθιστορήματα του Θέμελη, της Ζαρόκωστας, του Ακρίβου, του Μαυρουδή κ.ά.. Συγκεκριμένα, στη μυθιστορηματική τριλογία του Ευάγγελου Μαυρουδή Επιστροφή στη Σμύρνη, φωτίζεται με συναρπαστικό τρόπο η οδύσσεια δύο οικογενειών και η ψυχή δύο λαών, με φόντο την όμορφη μεγαλούπολη της Σμύρνης. Μέσα από την περιγραφή των ιστορικών γεγονότων, από την απόβαση των Ελλήνων στη Σμύρνη, τις αλλεπάλληλες νίκες, την πορεία στην Αλμυρά Έρημο, το επαναστατικό κίνημα των Τούρκων, τη μάχη στον Σαγγάριο, την αντεπίθεση του Αυγούστου 1922, την υποχώρηση, την ακατάπαυστη βία και την τραγική πυρκαγιά, αναδεικνύεται με τρόπο πικρό η σπαρακτική κατάληξη της συμβίωσης δύο εθνοτήτων και ο καθοριστικός ρόλος των ανθρώπινων σχέσεων που διαμορφώνουν την ανθρώπινη δράση. Με κεντρικό ήρωα έναν απόγονο με διπλή καταγωγή, ελληνική και τουρκική, ο Μαυρουδής, όπως γράφει η Εριφύλη Μαρωνίτη, παρουσιάζει τη «Μικρασιατική Καταστροφή αλλιώς. […] Θα επιμείνει στην υποκειμενική ματιά, όπως και στον μικρόκοσμο των αντικριστών σπιτιών στη Σμύρνη, του ελληνικού και του τουρκικού, αναζητώντας και μια άλλη, συμπληρωματική της Ιστορίας, προσέγγιση στο μύθο. Έλληνα ή Τούρκου, το αιματοβαμμένο νυστέρι της Ιστορίας που βυθίζεται στα σπλάχνα της μικρασιατικής γης ανασύρει τις μυθολογικές διηγήσεις που ίσως έχουν τόπο προέλευσης αλλά όχι εθνική ταυτότητα»[16]. Στην τριλογία «δεν υπάρχουν Έλληνες θύματα και Τούρκοι θύτες», γράφει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου. «Και οι δύο υπήρξαν θύματα της εποχής τους και των επιτελικών σχεδιασμών στα παγκόσμια συνέδρια που δεν συμμετέχουν οι λαοί»[17].

Αντίστοιχες, θα προσθέταμε, είναι και οι τάσεις της Κυπριακής Λογοτεχνίας της Εισβολής: οι Κύπριοι διηγηματογράφοι και ποιητές γράφουν με κέ­ντρο το ανεπούλωτο τραύμα του ’74, την τουρ­κι­κή ει­σβο­λή και τις συ­νέ­πειές της, τον εκτοπισμό των προσφύγων και το δράμα των αγνοουμένων, αλλά και την προσπάθεια γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ των δύο κοινοτήτων, όπως δείχνει και η έκ­δο­ση των Πο­λι­τι­στι­κών Υπη­ρε­σιών του Υπουρ­γεί­ου Παι­δεί­ας και Πο­λι­τι­σμού (Λευ­κω­σία 2013) Δι­η­γή­μα­τα Ελ­λη­νο­κυ­πρί­ων και Τουρ­κο­κυ­πρί­ων. Δί­γλωσ­ση Αν­θο­λο­γία, με επι­μέ­λεια του Λευ­τέ­ρη Πα­πα­λε­ο­ντί­ου. Αυτό, πάντως, που είναι αναμφισβήτητο είναι ότι κάθε εθνική συμφορά, όπως η Μικρασιατική Καταστροφή και η τουρκική εισβολή, είναι φυσικό να συνταράσσουν τους δημιουργούς και να πυροδοτούν την έμπνευσή τους, ώστε να συνδυάζουν με μοναδικό τρόπο την Ιστορία με τη Λογοτεχνία.

Θα κλείσω με ένα μικρό απόσπασμα από τα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου, που αναδεικνύει με γλαφυρό και λυρικό τρόπο τη συναισθηματική φόρτιση των λογοτεχνών μπροστά στην ανείπωτη τραγωδία και εκφράζει, νομίζω, έναν αδικαίωτο πόθο όλων των Ελλήνων και το δικό μας, των Κυπρίων, ανεπούλωτο τραύμα του ξεριζωμού:

«Τόσα φαρμάκια, τόση συφορά κι εμένα ο νους να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά! Να ταν, λέει, ψέμα όλα όσα περάσαμε και να γυρίζαμε τώρα δα στη γη μας, στους μπαξέδες μας, στα δάση μας με τις καρδερίνες, τις κάργες και τα πετροκοτσύφια, στα περιβολάκια μας με τις μαντζουράνες και τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια μας με τις όμορφες… Αντάρτη του Κιορ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε… Ας μη μας κρατάει κάκια που την ποτίσαμε με αίμα… «Ανάθεμα στους αίτιους»!



[1] Βενέζης Ηλίας, «Εκ βαθέων», Μικρασία, Χαίρε, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1974, σελ. 156.

[2] Τη γενιά του ’30: βλ. σχετικά Πολίτης Λ. Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 19989, σελ. 302.

[3] Λ. Πολίτης, ό.π., σελ. 302.

[4] Σταυροπούλου, Έρη, 2015. «Η παρουσία της Μικρασιατικής Καταστροφής στη νεοελληνική πεζογραφία (συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις)». Στο Συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις στον ελληνικό κόσμο (1204-2014): οικονομία, κοινωνία, ιστορία, λογοτεχνία. Πρακτικά. Τόμ. Γ. Αθήνα: Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, 379-398.

[5] Haas, D., 1992, «Η ποιητική απάντηση στη μικρασιατική καταστροφή». Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 9, 199–222. https://doi.org/10.12681/deltiokms.136

[6] Πολλά από τα παραπάνω ποιήματα και πλήθος άλλων περιλαμβάνονται στην Ανθολογία του Απόστολου και της Καίτης Μαγγανάρη, «Θρήνοι και Παινέματα για τις Χαμένες Πατρίδες», Νέα Σύνορα- Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1988.

[7] Αιμίλιος Χουρμούζιος, Η Καθημερινή, 4/6/1953.

[8] Θ. Κοροβίνης, Σμύρνη, περίκαλλη και χιλιοτραγουδισμένη, Μεταίχμιο, 2005, 2022.

[9] Για μια συνθετική ανάλυση αυτής της λογοτεχνικής παραγωγής, βλ. Μ. Ντεκάστρο, «Brain storming: Μικρασιατική καταστροφή στην παιδική λογοτεχνία». https://www.oanagnostis.gr/brain-storming-mikrasiatiki-katastrofi-stin-paidiki-logotechnia-tis-marizas-ntekastro/

[10] Για μια αναλυτική περιγραφή των τάσεων και αναζητήσεων στην ποίηση της Γενιάς της Εισβολής, βλ. Λ. Γαλάζης, «Εισαγωγή στην ποίηση της Γενιάς της Εισβολής. Τάσεις, αναζητήσεις, φιλολογικά ζητούμενα, Άλλα Νοήματα και Μέσα Κόσμοι. Δοκιμές για θέματα λογοτεχνίας. Εκδόσεις Ίαμβος, 2022, σ. 131-158.

[11]Π. Βουτουρής, Χάρτης 26, Φεβρουάριος 2021: https://www.hartismag.gr/hartis-26/afierwma/h-neoellhnikh-logotexnia-ths-kyproy-shmera

[12] Δι­η­γή­μα­τα της Ει­σβο­λής, εισαγωγή­-ανθολόγηση Κώ­στας Λυ­μπου­ρής, Αί­πεια, Αθή­να, 2018.

[13] Αν­θο­λο­γία κυ­πρια­κής ποί­η­σης 1960-2018, ανθολόγηση-­επιμέλεια-­εισαγωγή Γιώρ­γος Χρι­στο­δου­λί­δης–Πα­να­γιώ­της Νι­κο­λα­ΐ­δης, κύ­μα, Αθή­να, 2018.

[14] Ιστο­ρία της νε­ό­τε­ρης κυ­πρια­κής λο­γο­τε­χνί­ας των Γ. Κε­χα­γιό­γλου και Λ. Πα­πα­λε­ο­ντί­ου, Κέ­ντρο Επι­στη­μο­νι­κών Ερευ­νών, Λευ­κω­σία, 2010.

[15] Βουτουρής, ό.π. Χάρτης 26, Φεβρουάριος 2021.

[16] Εριφύλη Μαρωνίτη, The Book’s Journal.

[17] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Ένθετο 460/12-9-2010.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου